Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

του έκαμα

  • 1 ομιλία

    η
    1) выступление, речь; 2) разговор, беседа;

    ομιλίας γενομένης — в разговоре;

    με την ομιλί δεν κατάλαβα... — за беседой я и не заметил...;

    3) говор, речь;

    από την ομιλία του φαίνεται γιά ξένος — по говору он похож на иностранца;

    4) напоминание, упоминание; сообщение;

    του έκαμα ομιλία γιά.. — я напомнил ему..., в разговоре с ним я упомянул о...;

    5) церк, проповедь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ομιλία

  • 2 αγωγή

    η
    1) воспитание; образование, обучение;

    σωματική αγωγή — физическое воспитание, физкультура;

    μουσική αγωγή — музыкальное образование;

    αισθητική αγωγή — эстетическое воспитание;

    δεν έχει καθόλου αγωγή — он совершенно невоспитан;

    2) курс (лечения и т. п.);
    3) юр. привлечение к суду; обвинение, иск;

    πολιτική (ποινική) αγωγή — привлечение к суду по гражданскому (по уголовному) делу;

    εγείρω (κινώ) αγωγή κατά κάποιου — возбуждать дело против кого-л.;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αγωγή

  • 3 δρόμος

    ο
    1) дорога, путь;

    αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;

    δημόσιος δρόμος — шоссе;

    μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;

    χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;

    δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;

    κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;

    στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;

    από πλάγιο δρόμο — окольным путём;

    δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;

    2) улица;

    ερημικός δρόμος — глухая улица;

    στο δρόμος — на улице;

    3) бег; пробег, забег;
    πλ. бега; гонки;

    μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;

    ανώμαλος δρόμος — кросс;

    δρόμος ϊππων — скачки;

    δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;

    δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;

    δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;

    4) скорость;
    5) рейс;

    έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;

    τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;

    6) перен. ход, течение; оборот;

    θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;

    7) астр. орбита;
    8) (одна) ноша; воз; ездка;

    έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;

    έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;

    § παίρνω δρόμο — пускаться в путь;

    παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);

    γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;

    δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);

    η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;

    πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;

    τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;

    τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;

    ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;

    δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;

    τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;

    ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;

    ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;

    κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;

    να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;

    κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;

    μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);

    αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);

    πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;

    κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;

    πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;

    παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;

    γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;

    στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δρόμος

  • 4 μέτρον

    τό
    1) мера;

    μέτρα μήκους — меры длины;

    μέτρα και σταθμά — меры веса;

    2) метр (единица измерения);

    τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;

    κυβικό μέτρον — кубический метр;

    3) мерка; размер;

    παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;

    πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;

    έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;

    σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;

    4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);

    μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;

    5) перен. мера (величина, степень);

    στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;

    στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;

    αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;

    6) мера, предел;

    παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;

    δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;

    7) мерка, мерило, критерий;

    έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;

    8) (чаще πλ.) мера, средство;

    μέτρο ποινής — мера наказания;

    προσωρινά μέτρα — временные меры;

    δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;

    προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;

    σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;

    λάβε τα μέτρα σου — береги себя;

    9) лит. размер (стихотворный);

    ιαμβικό μέτρον — ямб;

    10) муз. ритм, такт;

    § εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;

    'εν τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;

    άνευ μέτρου — без меры;

    υπέρ το μέτρον — сверх меры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτρον

  • 5 καθώς

    1. επίρρ. как;

    έκαμα καθώς μού είπες — я сделал так, как ты мне сказал;

    2. σύνδ. как только, когда;

    καθώς τον είδα — как только я его увидел;

    καθώς μπαίνεις — как войдёшь;

    § καθώς επίσης, καθώς καί — а также;

    καθώς καί οι φίλοι του — а также и его друзья;

    καθώς πρέπει — а) как следует; — б) великолепный; — что надо- (разг);

    κυρία καθώς πρέπει — женщина что надо;

    καθώς φαίνεται — как видно, видимо, как кажется

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθώς

См. также в других словарях:

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

  • αβίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βιάστηκε, δεν εξαναγκάστηκε: Ό,τι έκαμα το έκαμα αβίαστος. 2. αυτός που γίνεται απλά και χωρίς εκζήτηση: Ο λόγος του ήταν φυσικός και αβίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greeklish — Greeklish, a portmanteau of the words Greek and English, also known as Grenglish, Latinoellinika/Λατινοελληνικά or ASCII Greek, is Greek language written with the Latin alphabet. Unlike standardized systems of Romanization of Greek, as used… …   Wikipedia

  • ακτινογραφία — η η φωτογράφηση με ακτίνες Χ οργάνων ή μελών του σώματος: Έκαμα ακτινογραφία του στομαχιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …   Dictionary of Greek

  • αποτολμώ — ησα, ήθηκα 1. επιχειρώ κάτι με τόλμη, ριψοκινδυνεύω: Κάποτε νίκησε τους δισταγμούς του κι αποτόλμησε το μακρινό αυτό ταξίδι. 2. κάνω κάτι με θρασύτητα: Αποτόλμησε να μου πει κατάμουτρα πως δεν έκαμα τίποτε ως τώρα γι αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλαβαίνω — κατάλαβα 1. αντιλαμβάνομαι κάτι, εννοώ: Κατάλαβες τι είπε; 2. η φράση «του δωκα και κατάλαβε» σημαίνει ότι τον έκαμα να εννοήσει ότι δεν μπορεί να μας γελάσει, τον τιμώρησα, τον εξευτέλισα κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρκέ — και παρκέτο το (λ. γαλλ.) 1. δάπεδο φτιαγμένο με μικρά τεμάχια επεξεργασμένου ξύλου: Τα πατώματα τα κάναμε παρκέ, γιατί το μάρμαρο ήταν πολυδάπανο. 2. γυάλισμα του ξύλινου δαπέδου, στίλβωμα: Σήμερα έκαμα παρκέ και κουράστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»